Skip to content Skip to main navigation Skip to footer

Η ΣΚΗΤΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ ΣΤΗ ΖΑΒΟΡΔΑ ΓΡΕΒΕΝΩΝ

ΜΑΡΙΖΑ ΤΣΙΑΠΑΛΗ – ΕΛΕΝΗ-ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΤΡΙΒΥΖΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Η Σκήτη του οσίου Νικάνορος βρίσκεται στη Ζάβορδα Γρεβενών και αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά μνημεία της Δυτικής Μακεδονίας.

 Χτίστηκε στις αρχές του 15ου αιώνα και εκεί ασκήτευε ο όσιος Νικάνορας προτού ιδρύσει το 1532 την ομώνυμη μονή. Συγχρόνως, η διατήρηση σε αυτή δύο φάσεων ζωγραφικής οδηγεί στην διαπίστωση της ύπαρξης ενός εικονογραφικού συνόλου που εκπροσωπεί τις κύριες καλλιτεχνικές τάσεις της ζωγραφικής του

15ου αιώνα στην περιοχή. Στα πλαίσια της κατασκευής του Φράγματος του Ιλαρίωνα από τη ΔΕΗ, πραγματοποιήθηκαν εργασίες αποκατάστασης του φέροντος οργανισμού και συντήρησης των τοιχογραφιών της Σκήτης υπό την επίβλεψη της πρώην 17ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Οι φθορές που είχαν προκληθεί στο μνημείο από το χρόνο και τον ανθρώπινο παράγοντα ήταν εμφανείς. Το ζωγραφικό σύνολο που αποκαλύφθηκε, αποζημίωσε τα συνεργεία και τους επιβλέποντες για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν τόσο στην πρόσβαση όσο και στην εκτέλεση των εργασιών. Η παρούσα μελέτη αποτελεί το προϊόν μίας εμπεριστατωμένης έρευνας και αγαστής συνεργασίας. Η έκδοση, παρόλο που το κείμενο αποτελεί επιστημονική μελέτη, δεν συνοδεύεται από υποσημειώσεις, καθώς απευθύνεται τόσο στον εξειδικευμένο επιστήμονα όσο και στο ευρύ κοινό. Ωστόσο, στο τέλος παρατίθεται η κύρια βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε για τη συγγραφή του. Ο διττός αυτός ρόλος του βιβλίου – να βοηθήσει τον ευαισθητοποιημένο αναγνώστη να προσεγγίσει ένα άγνωστο μνημείο, αλλά και τον επιστήμονα να βασιστεί στην έρευνα και να προβληματιστεί περαιτέρω- ελπίζουμε να έχει στο ελάχιστο επιτευχθεί. Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον συντηρητή Πέτρο Σγούρο, ο οποίος ανέλαβε τη συντήρηση του ζωγραφικού και ξυλόγλυπτου διακόσμου του μνημείου, την αρχαιολόγο Ευθυμία Ντάφου για την επιμέλεια του κειμένου και τον Κώστα Γκαδρή για την καλλιτεχνική επιμέλεια των φωτογραφιών, που προέρχονται από το αρχείο της πρώην 17ης

Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Εικ.1: Ζάβορδα, Φράγμα Ιλαρίωνα
Εικ.2:Ζάβορδα, Σκήτη οσίου Νικάνορος

Η ΣΚΗΤΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ ΣΤΗ ΖΑΒΟΡΔΑ ΓΡΕΒΕΝΩΝ

Το ασκητήριο του οσίου Νικάνορος βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του όρους Καλλίστρατου, σε εξαιρετικά δυσπρόσιτη τοποθεσία. (εικ.1)

 Έχει κτιστεί στο χαμηλότερο επίπεδο ενός φυσικού κοιλώματος, σε ύψος 40μ. περίπουεπάνωαπότηνκοίτητουΑλιάκμονα.Ησκήτηπροϋπήρχετουμοναστηριούπουιδρύθηκε και οργανώθηκε από τον όσιο Νικάνορα στη Ζάβορδα κατά τον 16οαιώνα και βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από αυτό. (εικ.2)

Αρχιτεκτονική

Η σκήτη χωρίζεται σε τρεις χώρους: τον πάνω χώρο, τον κάτω χώρο και την κρύπτη. Ο επισκέπτης εισέρχεται στον κάτω χώρο, ο οποίος είναι ένα μακρόστενο ορθογώνιο κτήριο, διατεταγμένο με προσανατολισμό ανατολικά προς δυτικά. Μικρή κλίμακα οδηγεί στον πάνω χώρο, όπου υπάρχει ένας καμαροσκέπαστος ναός διαστάσεων 2 επί 2,50 μ., με προεξέχουσα  ημικυκλική κόγχη. Τιμάται στον άγιο Γεώργιο και ανήκει στην πρώτη οικοδομική φάση, όπως και ο κάτω χώρος, ο οποίος χρησίμευε για τη διαβίωση των ασκητών.(εικ.3) Στη δεύτερη φάση, του 1793, ανήκει το υπόλοιπο κτίσμα που βρίσκεται δυτικά του ναΐσκου. Τεκμηριώνεται χρονολογικά από την επιγραφή που υπάρχει στο νότιον τοίχο του, ο οποίος λόγω του πάχους του καλύπτει τμήμα της τοιχογραφίας του αρχαγγέλου Μιχαήλ που απεικονίζεται εξωτερικά του δυτικού τοίχου του ναού. Η επιγραφή μας πληροφορεί για οικοδομικές εργασίες που ολοκληρώθηκαν τη συγκεκριμένη χρονολογία και είχαν σκοπό την επέκταση του χώρου της σκήτης και ίσως και κάποιες επιδιορθώσεις. Στο άνω μέρος απεικονίζεται ο σταυρός και το όνομα του Χριστού, στο κέντρο το κείμενο και, στο κάτω μέρος, έχουν σκαλιστεί δύο πουλιά και ένα κυπαρίσσι. Το κείμενο αναφέρει: «ΙΗΣΟΥΣΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΑ/ 1793 Ιουνίου 17 /ΔΙΑΣΙΝΔΡΟΜΗ ΖΑΧΑΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑ-ΧΟΥ /ΚΕ ΕΞΟΔΟΥ ΧΑΤΖΗΖΑΧΑΡΙΟΥ/ΕΚ ΧΩΡΙΟΥ ΠΙΛΩΡΙ ΚΕ ΛΙΠΟΙ/ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΕ Ο ΤΕΚΤΟΝ /ΑΘΑΝΑΣΙΣ ΕΚΜΠΛΑΤΣΙ».

Εικ.3: Σκήτη οσίου Νικάνορος, εξωτερική άποψη

Η κτητορική επιγραφή

Η κτητορική επιγραφή σώζεται στον χώρο του ναΐσκου. Αναγράφεται μεταξύ των δύο ολόσωμων μορφών στο δυτικό τμήμα του νότιου τοίχου και αφορά στη χρονολόγηση των τοιχογραφιών του πρώτου στρώματος του μνημείου. (εικ.4)

 Η ανάγνωση της επιγραφής έχει ως ακολούθως: «ΑΝΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ/ ΚΑΙ ΘΕΙΟΣ [ΝΑΟΣ] ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟ/ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΙΑΕ/ΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΤΙΜΙΩΤΑΤΟΥ ΕΝ ΙΕΡΟΜΟ/ΝΑΧΟ ΙΣΚΥΡΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΤΟΥ/ ΨΑΛΤΗ ΚΟΠΟΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΩΤΑΤΟΥ [ΚΑΙ] ΑΓΙΩΤΑΤΟΥ/ ΠΑΤΡΟΣΗΜΩΝ ΚΑΛΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΝΕΙΛΟΥ ΙΕΡΟΜΟ/ΝΑΧΩΝ ΕΠΙ ΕΤΟΥΣ στ  .α» Με προσεκτική παρατήρηση και μελετώντας το γραφικό χαρακτήρα της επιγραφής, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το γράμμα που λείπει πρέπει να είναι το λ. Άρα, η χρονολογία από κτίσεως κόσμου είναι 6931=1423. Η επιγραφή μας πληροφορεί ότι ο ναός, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον άγιο Γεώργιο, ιστορήθηκε το 1423 και είχε αφιερωτές τους ιερομονάχους Θεοδόσιο, Κάλιστο και Νείλο. Δεν γνωρίζουμε τους ζωγράφους του ναού, αφού στην επιγραφή δεν αναφέρεται «δια χειρός» τίνος καλλιτέχνη φιλοτεχνήθηκαν οι τοιχογραφίες.

Εικ.4: Κτητορική επιγραφή

Ο ζωγραφικός διάκοσμος

Ο ναΐσκος του αγίου Γεωργίου είναι κοσμημένος με τοιχογραφίες, στο εσωτερικό του και εξωτερικά, στη δυτική όψη. Μάλιστα σώζονται δύο στρώματα ζωγραφικής: λείψανα του παλαιότερου εντοπίζονται στο δυτικό άκρο του νότιου τοίχου, όπου σώζεται το κάτω τμήμα του σώματος δύο μορφών και η κτητορική επιγραφή ανάμεσά τους και στο βορειοδυτικό τμήμα του δυτικού τοίχου, όπου απεικονίζονται οι άγιοι Ιωάννης ο Πρόδρομος και Ονούφριος. Στο δεύτερο, νεότερο, στρώμα ανήκουν οι υπόλοιπες τοιχογραφίες του ναού. Οι σκηνές χωρίζονται μεταξύ τους με ερυθρές ταινίες. Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης παριστάνεται η Παναγία στον τύπο της Πλατυτέρας που φέρει τον Χριστό σε μετάλλιο στο στήθος. Στο τύμπανο, η σκηνή του Μελισμού πλαισιώνεται από δύο συλλειτουργούντες ιεράρχες: τον άγιο Βασίλειο αριστερά και τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο δεξιά. Στο μέτωπο της κόγχης απεικονίζεται η σκηνή της Μεταμόρφωσης του Κυρίου, ενώ στην κόγχη της πρόθεσης ο διάκονος Στέφανος. Στον νότιο τοίχο του ιερού, στην κάτω ζώνη, απεικονίζονται οι ολόσωμοι ιεράρχες Νικόλαος και Αχίλλιος. Η καμάρα κάλυψης του ναού χωρίζεται αξονικά σε τρεις ζωγραφικές ζώνες. Στο μέσον της καμάρας αναπτύσσεται κατά μήκος ζώνη με μετάλλια στα οποία παριστάνονται ο Χριστός και προφήτες με ειλητάρια. Τα κενά ανάμεσα στα μετάλλια καλύπτονται με κληματίδες και καρδιόσχημα φύλλα. Οι πλάγιες ζώνες της καμάρας εικονογραφούνται με σκηνές Δωδεκαόρτου ολοκληρώνοντας ουσιαστικά το εικονογραφικό πρόγραμμα των αντίστοιχων κατακόρυφων επιφανειών των πλάγιων τοίχων. Στη ζώνη επάνω από τον νότιο τοίχο, από ανατολικά, εικονίζονται η σκηνή  της Γέννησης στον χώρο του ιερού και στη συνέχεια η Υπαπαντή και η Βαϊοφόρος. Στην κάτω ζώνη, στην κατακόρυφη επιφάνεια του νότιου τοίχου, απεικονίζεται ολόσωμος ο άγιος Γεώργιος και σε προτομή οι στρατιωτικοί άγιοι Δημήτριος, Θεόδωρος ο Τήρων και Θεόδωρος ο Στρατηλάτης. Κάτω από αυτούς σώζεται το τμήμα του διακόσμου του πρώτου στρώματος. Στον δυτικό τοίχο παριστάνεται στην άνω ζώνη η σκηνή της Κοίμησης και εκατέρωθεν της εισόδου ο άγιος Μερκούριος αριστερά και δεξιά οι δύο άγιοι, Ιωάννης ο Πρόδρομος και Ονούφριος, που ανήκουν στο πρώτο στρώμα, όπως προαναφέραμε. Στη ζώνη της καμάρας επάνω από τον βόρειο τοίχο, στην καμάρα του βόρειου τοίχου, από δυτικά, παριστάνονται οι σκηνές της Σταύρωσης, του Λίθου και της Εις Άδου Καθόδου στον χώρο του ιερού. Το κάτω μέρος του βόρειου τοίχου καλύπτεται από βράχο. Η εξωτερική όψη του δυτικού τοίχου είναι επίσης κατάγραφη. Επάνω από την είσοδο απεικονίζεται το μαρτύριο του αγίου Γεωργίου στον τροχό. Δεξιά της εισόδου παριστάνεται ο αρχάγγελος Μιχαήλ και αριστερά η σκηνή της Βάπτισης. Στην παράσταση αυτή είναι χαραγμένα τρία σημειώματα. Τα δύο βρίσκονται στο κάτω πλαίσιο και αναφέρουν, το πρώτο: «ήλθα εγώ ο παπά Νικηφόρος εκ της Κωνσταντινουπόλεως την Κυριακήν και ελειτούργησα την Τρίτην/ την τρίτην της Διακαινησίμου μνήμη αγίου Γεωργίου εν έτει ζρν (1642)» και το δεύτερο: «όταν ήλθα εγώ ο Φιλόθεος ιεροδιάκονος ο Τιρναβιώτης και ελειτούργησα με τον επίσκοπον κυρόν Ησαϊα την ημέραν του Μεγάλου Γεωργίου έτους ζρκστ (1618)». Από τα δυο αυτά σημειώματα συμπεραίνουμε ότι από το 1618 ο ναΐσκος λειτούργησε μόνο στη γιορτή του αγίου. Το τρίτο σημείωμα είναι χαραγμένο κάτω από τα εικονιζόμενα ψάρια του ποταμού και αναγράφει «έτους ζοθ πούλησε Διονύσιος τ. (1571)».

Εικ.5: νότιος τοίχος, πρώτο στρώμα τοιχογραφιών

Το πρώτο στρώμα των τοιχογραφιών

Το ένα τμήμα του πρώτου στρώματος εντοπίζεται στο δυτικό άκρο του νότιου τοίχου. Εκατέρωθεν της κτητορικής επιγραφής απεικονίζεται το κάτω μέρος του σώματος δύο ολόσωμων μορφών. Το άνω μέρος τους καλύπτεται από το δεύτερο στρώμα τοιχογραφιών. Οι μορφές αποδίδονται αντικριστές σχεδόν ως τη μέση τους. Φορούν ποδήρη χιτώνα σε τεφροκύανο χρώμα. Το ιμάτιο αποδίδεται σε ροδακινιά απόχρωση στην αριστερή και σε ιώδη στη δεξιά μορφή. Στα πόδια δένονται σανδάλια.(εικ.5)

Οι δύο μορφές του πρώτου στρώματος πρέπει να ταυτιστούν με δύο από τους μοναχούς κτήτορες της σκήτης, οι οποίοι προφανώς κρατούν ομοίωμα του ναού στο τμήμα της τοιχογραφίας που δεν είναι ορατό, καθώς καλύπτεται από το δεύτερο στρώμα. Η ομοιομορφία του ενδύματος, καθώς και η ίδια κλίμακα με την οποία αποδίδονται, ενισχύει την άποψη ότι οι μορφές είναι ισότιμες ως προς το αξίωμά τους. Στην αντίστοιχη προς τις δύο αυτές μορφές θέση του δεύτερου στρώματος θα απεικονίζονταν προφανώς ολόσωμοι οι κορυφαίοι απόστολοι Πέτρος και Παύλος, όπως υποδεικνύει το σωζόμενο σπάραγμα της επιγραφής τους, αφού η επιφάνεια είναι κατεστραμμένη. Η διαπίστωση αυτή μας ωθεί στην υπόθεση ότι ενδέχεται οι υποκείμενες μορφές που κρατούν το ομοίωμα του ναού να είναι επίσης οι κορυφαίοι απόστολοι, οπότε σε απομίμηση και ανάμνηση του καλυμμένου πρώτου στρώματος ο ζωγράφος να επανέλαβε την απεικόνιση των δύο σημαινόντων αυτών προσώπων και στο δεύτερο στρώμα. Αντικριστοί οι απόστολοι απέναντι στον σταυρό που υψώνεται ανάμεσά τους παριστάνονται σε αμφίγραπτη εικόνα του β΄ μισού του 14ου αιώνα, ενώ κρατώντας το ομοίωμα ναού σε εικόνα του 1600 από την Πάτμο και σε άλλη του1659 από την Κοζάνη. Το δεύτερο τμήμα του πρώτου στρώματος εντοπίζεται στον δυτικό τοίχο και δεξιά της εισόδου, όπου παριστάνονται δύο άγιοι: ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Ονούφριος. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος παριστάνεται ολόσωμος, κατά μέτωπο, με το δεξί χέρι μπροστά στο στήθος σε χειρονομία λόγου. Με το αριστερό κρατά κλειστό ειλητάριο .Φορά μηλωτή σε χρώμα κυανό με ψυχρές λευκές ανταύγειες και με φλογόσχημη απόληξη στο τελείωμα. Ένα φαιό ιμάτιο τυλίγεται ασύμμετρα γύρω από το σώμα του. (εικ.6)

Για τη μορφή του Προδρόμου, ο ζωγράφος της πρώτης ζωγραφικής φάσης της σκήτης του οσίου Νικάνορος πρέπει να άντλησε το πρότυπό του από μικρογραφίες χειρογράφων. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος εικονίζεται μετωπικός, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, χωρίς φτερά και φορώντας μηλωτή και ιμάτιο στο ευαγγελιστάριο της Μονής Παντελεήμονος 2 στον Άθω (folio 221r)

(11ος –12ος αιώνας), στο ευαγγελιστάριο της Μονής Διονυσίου 587 (folio138r,142r) (δ΄ τέταρτο11ου αιώνα), στο τετραευαγγέλιο Par.Gr.74 (folio5r,6r,7v,121v) (β΄μισό11ου αιώνα). Ανάλογη απεικόνιση συναντούμε σε φορητές εικόνες: σε εικόνα του Σινά (αρχές 13ου αιώνα) και της Μονής Μυρτιδίων στα Κύθηρα (14ος-15ος   αιώνας), όπου κρατά ειλητάριο, σε εικόνα περί το 1400 και σε τρίπτυχο με τμήμα της Μεγάλης Δέησης (β΄μισό14ου αιώνα), σε μία εικόνα από το Παρεκκλήσιο του Προδρόμου ( 1500) και σε μία άλλη από το Παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της Μονής Πάτμου (14801500), σε κρητική εικόνα Δέησης που βρίσκεται στη Βιέννη και χρονολογείται γύρω στα 1500 και σε εικόνες του 16ου αιώνα. Ο ίδιος εικονογραφικός τύπος συναντάται στον εντοίχιο διάκοσμο βυζαντινών μνημείων, όπως στο Kurbinovo, στο Staro Nagoricino, στη μονή Marko, στο Lesnovo, στην Περίβλεπτο του Μυστρά, στην Ολυμπιώτισσα Ελασσόνας, στον Άγιο Αθανάσιο του Μουζάκη της Καστοριάς. Δίπλα στον Ιωάννη τον Πρόδρομο στέκεται η γυμνή μορφή του αγίου Ονουφρίου του αναχωρητή. Φέρει μακριά λευκή γενειάδα και κόμη και ένα καστανό μαυρο πυκνό φύλλωμα εν είδη περιζώματος. Το περίζωμα από φύλλα απαντά αρχικά στον Άγιο Νικόλαο Ορφανό, στην Calendzicha και στο Dragalevci (1476). Παριστάνεται μετωπικός με τα χέρια σε στάση ικεσίας και προσευχής. Το τριγωνικό διάχωρο επάνω από τους δύο αγίους καλύπτεται από έναν κυκλικό δίσκο, που θυμίζει ακτινωτό τροχό, οι ακτίνες του οποίου εναλλάσσονται χρωματικά. Περιβάλλεται από σπειροειδή σχηματοποιημένη κληματίδα. Ανάλογο μοτίβο εντοπίζεται στον νάρθηκα του ναού της Deani. Ορθογώνιο διάχωρο με διακοσμητικό μοτίβο σώζεται επίσης κάτω από την παράσταση «των κτητόρων»: επάλληλοι ρόμβοι τοποθετημένοι χιαστί που συνθέτουν μεγαλύτερους, προοπτικά από δοσμένους.

Εικ.6: δυτικός τοίχος, πρώτο στρώμα τοιχογραφιών, οι άγιοι Ιωάννης ο Πρόδρομος και Ονούφριος

Το δεύτερο στρώμα των τοιχογραφιών

Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του ιερού απεικονίζεται η Πλατυτέρα στον τύπο της Βλαχερνίτισσας. (εικ.7) Η ιδιότυπη ημιελλειψοειδής δόξα του Χριστού, που ορίζεται χαμηλά από κυματοειδές καμπύλο περίγραμμα, εντοπίζεται κατά τον 15ο αιώνα στην Παναγία Ελεούσα Μεγάλης Πρέσπας, στο παρεκκλήσιο της μονής Αγίου Νικολάου της Bolnica, στον Άγιο Νικόλαο της μοναχής Ευπραξίας και στην Παναγία της συνοικίας Μουζεβίκη Καστοριάς, στην Αγία Κυριακή Μαυρονόρους Γρεβενών. Στους Αγίους Θεοδώρους Σερβίων το σχήμα της δόξας θυμίζει κάλυκα λουλουδιού. Παράλληλα, η χειρονομία της ευλογίας του μικρού Χριστού με το δεξί χέρι κρατώντας ειλητάριο στο αριστερό, αποτελεί εικονογραφική παραλλαγή που υιοθετείται στον Άγιο Δημήτριο Κατσούρη Άρτας, στον Άγιο Αλύπιο Καστοριάς και στα Εισόδια της Θεοτόκου Σκλαβεροχωρίου κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο και επιβιώνει τους πρώιμους μεταβυζαντινούς χρόνους στον Άγιο Βλάσιο της μονής Μεγίστης Λαύρας, στην Παναγία Καπετανιανών Μονοφατσίου και σε ναούς της Αχρίδας. Η παράσταση του Μελισμού ακολουθεί τον συνηθέστερο βυζαντινό εικονογραφικό τύπο, όπως αυτός διαμορφώθηκε από τη μεσοβυζαντινή ήδη περίοδο.

Εικ.7:κόγχη ιερού, Παναγία Βλαχερνήτισσα και Μελισμός

Ωστόσο, η απουσία του αστερίσκου και η απεικόνιση των αγγέλων-διακόνων εντοπίζεται ήδη σε ναούς της Αχρίδας, στον Άγιο Γεώργιο στο νησί του Αγίου Αχιλλίου Πρέσπας, στον Άγιο Νικόλαο Τζώτζα της Καστοριάς. Στην κόγχη της Πρόθεσης, ο πρωτομάρτυρας Στέφανος μετωπικός σε προτομή, παριστάνεται να κρατά στο αριστερό χέρι άγιο Δισκοπότηρο.(εικ.8)

Εικ.8: κόγχη της Πρόθεσης, ο πρωτομάρτυρας Στέφανος

Πρόκειται για εικονογραφική παραλλαγή που συναντάται κατά τον 15ο

αιώνα στον Άγιο Γεώργιο Μικρής Πρέσπας και στην Αγία Κυριακή Μαυρονόρους Γρεβενών. Στο μέτωπο της κόγχης του Ιερού Βήματος απεικονίζεται η σκηνή της Μεταμόρφωσης. (εικ.9) Ο ζωγράφος υιοθετεί τον συνοπτικό εικονογραφικό τύπο, ο οποίος ανάγεται ήδη στην παλαιολόγεια περίοδο. Αυτός χαρακτηρίζεται από την παράλειψη δευτερευόντων επεισοδίων, την ορμητική κίνηση του Ιακώβου, τη θαμνώδη βλάστηση που ορίζει τη διάταξη των μαθητών. Η απόδοση των προφητών που προβάλλουν μέσα από σαρκοφάγους είναι άγνωστη στην εικονογραφική παράδοση της σκηνής. Ωστόσο, έλκει την καταγωγή της από το συμπληρωματικό  επεισόδιο της μεταφοράς των προφητών από αγγέλους, το οποίο συναντάται σε εντοίχια σύνολα του 15ου αιώνα, όπως στο Παλαιό Καθολικό του Μεγάλου Μετεώρου.

Εικ.9: μέτωπο της κόγχης του ιερού, Μεταμόρφωση

Η εικονογράφηση του νότιου τοίχου περιλαμβάνει τις σκηνές της Γέννησης, της Υπαπαντής, της Βαϊοφόρου, στην καμάρα, τον ολόσωμο άγιο Γεώργιο και μετάλλια αγίων, στην κατακόρυφη επιφάνεια. Στη Γέννηση (εικ.10), ο ζωγράφος ακολουθεί έναν εικονογραφικό τύπο, που ανάγεται στην παλαιολόγεια παράδοση και χαρακτηρίζεται από ολιγοπροσωπία, από την παραδοσιακή στάση της Παναγίας, το σχηματοποιημένο τοπίο, την απόδοση των μάγων πεζών. Αντίθετα, η αντίστροφη τοποθέτηση του λουτρού, οικεφαλόδεσμοι των γυναικών, το στιγμιότυπο του συνομιλούντος Ιωσήφ και η προβιά του ηλικιωμένου βοσκού παραπέμπουν στην τοπική εικονογραφική παράδοση της Μακεδονίας, όπως σε ναούς της Αχρίδας, στον Άγιο Νικόλαο της μοναχής Ευπραξίας, στους Αγίους Θεοδώρους και Αγίους Αναργύρους Σερβίων, στη μονή Υπαπαντής Μετεώρων, στο Παλαιό Καθολικό του Μεγάλου Μετεώρου, στον ναό της Παναγίας Τορνικίου.

Εικ.10: καμάρα νότιου τοίχου, Γέννηση

Η ιστόρηση της Υπαπαντής (εικ.11) ακολουθεί ένα εικονογραφικό σχήμα -σύμφωνα με την κατάταξη του Ανδρέα Ξυγγόπουλου ανήκει στον τύπο Α – που χαρακτηρίζεται από την ασύμμετρη διάταξη των προσώπων και την παρουσία του Χριστού στα χέρια της Παναγίας. Πρόκειται για τον αρχαιότερο βυζαντινό εικονογραφικό τύπο, ο οποίος υιοθετείται σποραδικά στα μετά την Άλωση χρόνια από καλλιτέχνες που εργάζονται σε μνημεία του ευρύτερου Μακεδονικού χώρου, όπως στον Άγιο Ανδρέα του Ρουσούλη και στο Παλαιό Καθολικό του Μεγάλου Μετεώρου. Στην απεικόνιση της Βαϊοφόρου, ο εικονογραφικός τύπος ανάγεται στη μεσοβυζαντινή περίοδο (εικ.12). Η απόδοση τείχους κατά μήκος της παράστασης εκτός της τειχισμένης πόλης δεν συναντάται συχνά. Εντοπίζεται στα καθολικά της Παντάνασσας του Μυστρά και της μονής Μarko.

Εικ.11: καμάρα νότιου τοίχου, Υπαπαντή
Εικ.12: καμάρα νότιου τοίχου, Βαϊοφόρος

Στην κάτω ζώνη εικονογράφησης, η ιδιότυπη απεικόνιση του αγίου Γεωργίου (εικ.13) όρθιου, μετωπικού, δρακοντοκτόνου φαίνεται να έλκει το πρότυπό της από τον εικονογραφικό τύπο του αγίου Φανουρίου, όπως διαμορφώθηκε από τον ζωγράφο Άγγελο και διαδόθηκε κυρίως σε φορητές εικόνες της Κρητικής Σχολής.

Εικ.13: νότιος τοίχος, άγιος Γεώργιος
Εικ.14:δυτικός τοίχος, άνω ζώνη, Κοίμηση

ΣτονδυτικότοίχοαπεικονίζεταιησκηνήτηςΚοίμησης,επάνωαπότηνείσοδοτου ναού.

 (εικ.14). Αποδίδεται κατά τον λιτό, συνοπτικό τύπο με την αυστηρή, συμμετρική διάταξη των μορφών. Η θέση των δυο αποστόλων πίσω από τη νεκρική κλίνη συναντάται από την παλαιολόγεια περίοδο στον ευρύτερο Μακεδονικό χώρο. Η ιδιόμορφη διπλή δόξα με το οδοντωτό περίγραμμα εξωτερικά αποτελεί επιβίωση παλαιολόγειου προτύπου, όπως αυτό απαντάται στη μορφή του Ιακώβ στον ναό του αγίου Γεωργίου στο Staro Nagoricino και στην αντίστοιχη σκηνή του καθολικού της μονής Τορνικίου.Εικ.14: δυτικός τοίχος, άνω ζώνη, Κοίμηση.

Στην υποκείμενη ζώνη, η απόδοση του αγίου Μερκουρίου έλκει την καταγωγή της από υστεροβυζαντινά πρότυπα (εικ.15). Το δυτικότροπο μεταλλικό κράνος έχει αντίστοιχο παράδειγμα στον ναό του Αγίου Ανδρέα του Ρουσούλη της Καστοριάς.

Εικ.15:δυτικός τοίχος, άγιος Μερκούριος
Εικ.16: καμάρα βόρειου τοίχου, Σταύρωση

Στον βόρειο τοίχο παριστάνονται οι σκηνές της Σταύρωσης, του Λίθου και της Εις Άδου Καθόδου. Ο ολιγοπρόσωπος, συμμετρικός τύπος της Σταύρωσης

(εικ.16) ανάγεται στη βυζαντινή περίοδο. Εντοπίζεται συχνά σε μνημεία του ευρύτερου Μακεδονικού χώρου από την υστεροβυζαντινή εποχή και υιοθετείται από τους εκπροσώπους της Κρητικής σχολής σε πρώιμα φορητά έργα και σε εντοίχιες αθωνικές παραστάσεις. Η στάση και η χειρονομία του Ιωάννη θυμίζει την αντίστοιχη μορφή στην παράσταση της Παναγίας Τορνικίου.

Εικ.17: καμάρα βόρειου τοίχου, Λίθος

Ο εικονογραφικός τύπος της σκηνής του Λίθου (εικ.17), που χαρακτηρίζεται από τον αυξημένο αριθμό των γυναικών, την παρουσία ενός αγγέλου και τη διαγώνια τοποθέτηση της σαρκοφάγου, αποτελεί το συνηθέστερο σχήμα από την παλαιολόγεια περίοδο στον χώρο του ευρύτερο Μακεδονικό χώρο και διαδίδεται κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Πλησιέστερα παράλληλά του συναντώνται στο Παλαιό Καθολικό του Μεγάλου Μετεώρου και στην Παναγία Τορνικίου.

Εικ.18: καμάρα βόρειου τοίχου, Εις Άδου Κάθοδος

Η παράστασή της Εις Άδου Καθόδου (εικ.18) επαναλαμβάνει τον συμμετρικό εικονογραφικό τύπο, σύμφωνα με τον οποίο ο μετωπικός Χριστός αίρει τους εκατέρωθέν του πρωτοπλάστους και δικαίους μέσα από σαρκοφάγους. Η διάταξη των προσώπων έχει ως πρότυπο την αντίστοιχη σκηνή στον Άγιο Νικόλαο Bolnica Αχρίδας, ενώ παρουσιάζει ομοιότητες με αυτή στους Αγίους Αναργύρους στα Σέρβια Κοζάνης.

Εικ.19: εξωτερική δυτική όψη, Μαρτύριο αγίου Γεωργίου

Η εξωτερική δυτική όψη του ναού είναι καταγραφή. Επάνω από την είσοδο αποδίδεται το Μαρτύριο του αγίου Γεωργίου στον τροχό (εικ.19), σύμφωνα με τον καθιερωμένο εικονογραφικό τύπο από την υστεροβυζαντινή εντοίχια παράδοση. Ο άγιος αποδίδεται γυμνός, παραπέμποντας σε αρχαϊκότερο πρότυπο, όπως αυτό εντοπίζεται στους φερώνυμους ναούς του στον Καλαμά Μυλοποτάμου (τέλος 12ουαι.) και στο Λογκανίκο Λακωνίας. Η απόδοση του τροχού με κοφτερές λεπίδες περιμετρικά θυμίζει την αντίστοιχη απεικόνιση στον Άγιο Γεώργιο στα Χελιανά Μυλοποτάμου (1319) Αριστερά της εισόδου παριστάνεται η σκηνή της Βάπτισης (εικ.20).

Εικ.20: εξωτερική δυτική όψη, Βάπτιση και αρχάγγελος Μιχαήλ

Υιοθετείται ο λιτός εικονογραφικός τύπος που συναντάται στο Παλαιό Καθολικό του Μεγάλου Μετεώρου και στην Παναγία Τορνικίου. Η απόδοση του Χριστού γυμνού, χωρίς περίζωμα, και σε στάση τριών τετάρτων προς αριστερά αποτελεί εικονογραφική παραλλαγή, που ανάγεται σε βυζαντινό πρότυπο. Δεξιά της εισόδου σώζεται τμηματικά ο αρχάγγελος Μιχαήλ, όρθιος, μετωπικός και πάνοπλος. Ανταποκρίνεται στον φυλακτικό του ρόλο στη συγκεκριμένη θέση, από τον 14ο αιώνα. Κρατά το ξίφος ψηλά επάνω από το κεφάλι του, λοξά σε γωνία αντί όρθια, παραπέμποντας σε ανάλογο πρότυπο της μορφής στον ναό του Αγίου Γεωργίου στο Kremikovci, στον Άγιο Φανούριο Βαλσαμόνερου, στο Παλαιό Καθολικό του Μεγάλου Μετεώρου.

Εικονογραφικές παρατηρήσεις

Σύμφωνα με την εικονογραφική ανάλυση των παραστάσεων της Σκήτης του οσίου Νικάνορος, διαπιστώνουμε ότι ο ζωγράφος του πρώτου στρώματος που τοποθετείται χρονικά στις αρχές του 15ου αιώνα αναζητεί τα πρότυπά του σε χειρόγραφα και φορητές εικόνες της βυζαντινής περιόδου, στον βαθμό η γνώση και η κουλτούρα του το επιτρέπουν. Ο κύριος ζωγράφος του δευτέρου στρώματος είναι ένας επαρχιακός καλλιτέχνης, εκφραστής του αντικλασικού ρεύματος, με περιορισμένη παιδεία αφού οι επιγραφές του είναι ανορθόγραφες ο οποίος προσπαθεί να συνδυάσει ποικίλα στοιχεία, ώστε να πετύχει εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Οι συνθέσεις είναι λιτές, με τα αναγκαία πρόσωπα να εντάσσονται συμμετρικά, ώστε να αποδίδεται το νόημά τους. Οι πολυπρόσωπες σκηνές απουσιάζουν με εξαίρεση τη μνημειακή σύνθεση της Κοίμησης της Θεοτόκου. Υιοθετεί, στην πλειοψηφία των εικονογραφικών επιλόγων του, υστεροβυζαντινά πρότυπα, στη μορφή που αυτά επιβίωσαν σε εντοίχια σύνολα του ευρύτερου Μακεδονικού χώρου στους πρώιμους μεταβυζαντινούς χρόνους. Συγχρόνως ενσωματώνει αρχαΐζοντα στοιχεία: για παράδειγμα την απεικόνιση της Παναγίας που στρέφεται προς τα πίσω στη σκηνή της Γέννησης, τη διαγώνια ισοκεφαλία των πεζών μάγων και τη μηλωτή του βοσκού στην ίδια σκηνή, το γυμνό σώμα του Χριστού στη Βάπτιση, όπως και αυτό του αγίου Γεωργίου επάνω στον τροχό. Δεν λείπουν και οι αναφορές σε θέματα από την παλαιολόγεια περίοδο, όπως η επιλογή του εικονογραφικού προτύπου της Βαϊοφόρου, οι σχετικά πολυπρόσωπες σκηνές και η τάση για απόδοση των επεισοδίων με  αφηγηματικότητα. Συχνά καινοτομεί εισάγοντας σπάνια εικονογραφικά μοτίβα, όπως η θαμνώδης βλάστηση στη Μεταμόρφωση, η απόδοση τείχους στη Βαϊοφόρο, η μορφή του τροχού και η απουσία βάθους στο μαρτύριο του αγίου Γεωργίου, η απεικόνιση του μετωπικού δρακοντοκτόνου αγίου Γεωργίου, η μεταφορά των προφητών εντός σαρκοφάγων στη σκηνή της Μεταμόρφωσης. Επίσης, στο έργο του συναντούμε εικονογραφικές επιδράσεις του «καστοριανού εργαστηρίου», στην απόδοση του βραχώδους τοπίου, στη διακριτική χρήση των μαργαριταριών για τη διακόσμηση ενδυμάτων, υφασμάτων, κιβωτιδίων, θρόνων, κιόνων, κιβωρίων, στην απεικόνιση της σπειροειδούς πεπλατυσμένης άκανθας. Το ζωγραφικό σύνολο της Σκήτης παρουσιάζει εικονογραφικές ομοιότητες με μνημεία της Αχρίδας, των Πρεσπών, της Καστοριάς Άγιος Νικόλαος Τζώτζια (γ΄ τέταρτο 14ου αιώνα), Παναγία Φανερωμένη, (τέλος 14ου – αρχές 15ου αιώνα), Άγιος Ανδρέας του Ρουσούλη (γύρω στα 1430) – αλλά και των Γρεβενών.

Η απεικόνιση της Πλατυτέρας Βλαχερνίτισσας με τον Χριστό να εντάσσεται σε ημιελλειψοειδή δόξα και του διακόνου Στεφάνου που κρατά ποτήρι Μετάληψης στην κόγχη της Πρόθεσης, την οποία περιτρέχει σπειροειδής πεπλατυσμένη  άκανθα, επαναλαμβάνεται στην Κοίμηση Τορνικίου (1481/2),στους Αγίους Θεοδώρους Σερβίων (1497) και στο πρώτο στρώμα του ζωγραφικού διακόσμου της Αγίας Κυριακής Μαυρονόρους (τέλη 15ου αιώνα). Επίσης, στην Κοίμηση Τορνικίου συναντούμε, με μικρές παραλλαγές, τον ίδιο εικονογραφικό τύπο στις παραστάσεις της Γέννησης, της Βάπτισης, της Σταύρωσης, του Λίθου και την πανομοιότυπη απεικόνιση του όνου στη σκηνή της Βαϊοφόρου και της οδοντωτής ημικυκλικής δόξας στη σκηνή της Κοίμησης. Δεδομένης της εικονογραφικής σχέσης του ανωτέρω ναού με το Παλαιό Καθολικό του Μεγάλου Μετεώρου (1483) και της ένταξής τους στον ευρύτερο χώρο επίδρασης του «καστοριανού εργαστηρίου», παρατηρούμε συνάφεια στην απόδοση των σκηνών της Μεταμόρφωσης, της Γέννησης, της Υπαπαντής, της Βάπτισης, του Λίθου και του αρχάγγελου Μιχαήλ με αυτή την καλλιτεχνική κίνηση. Τεχνοτροπικές παρατηρήσεις στο πρώτο στρώμα των τοιχογραφιών, οι ολόσωμες μορφές εκατέρωθεν της κτητορικής επιγραφής στον νότιο τοίχο διαγράφονται ψηλόλιγνες, στατικές και ακίνητες. Τα ενδύματα υπογραμμίζουν την ευθυτενή κορμοστασιά τους. Τα σώματα έχουν όγκο και πλαστικότητα, την οποία υπογραμμίζει η στοιχειώδης κίνηση της πτυχολογίας. Οι πτυχές άλλοτε πέφτουν πλατιές, άλλοτε στενές και πυκνές. Αποδίδονται με σκουρότερους τόνους του κύριου χρώματος του ενδύματος. Οι φωτισμένες επιφάνειες στα προεξέχοντα σημεία των μελών αναδεικνύουν τη σωματικότητα των αγίων. Όσον αφορά στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, στον δυτικό τοίχο, η στατικότητα και η ακινησία που εκπέμπει η αδρή και γραμμική πτυχολογία αντικατοπτρίζεται και στο πρόσωπο, που συνιστά και το μόνο καλά σωζόμενο από τις μορφές του πρώτου στρώματος. Είναι εύσαρκο και δεν θυμίζει το σύνηθες, σκαμμένο από τις στερήσεις, πρόσωπο του ασκητή. Η σάρκα αποδίδεται χωρίς γραμμική έμφαση των όγκων, με εξαίρεση τα μήλα του προσώπου. Τα αμυγδαλωτά μάτια τοποθετούνται σε βαθιές οφθαλμικές κόγχες και περιβάλλονται από καστανή σκιά. Τα κάτω βλέφαρα αποδίδονται με δυο τρεις καστανόμαυρες λεπτές γραμμές. Η μακριά μύτη είναι διχαλωτή, σαρκώδης και λίγο γαμψή στην απόληξή της. Η ανάκατη κόμη και η ατημέλητη γενειάδα δεν εκφράζουν αντίστοιχη εσωτερική ταραχή, όπως θα αναμενόταν. Αντίθετα, πρόκειται για μια μάλλον ανέκφραστη μορφή, που κοιτάζει κατάματα τον θεατή. Το ύφος του προσώπου υποδηλώνει λανθάνουσα θλίψη, χωρίς όμως να αποτυπώνονται σε αυτό τα βαθύτερα συναισθήματα της μορφής. Οι όγκοι του σώματος του αγίου Ονουφρίου, ο οποίος απεικονίζεται δίπλα στον Ιωάννη τον Πρόδρομο, αποδίδονται με ένα υποτυπώδες πλάσιμο, χωρίς ωστόσο να είναι λιπόσαρκοι. Η γαμψή μύτη, η μακριά κόμη που περιτρέχει τους ώμους και η διχαλωτή γενειάδα εξαίρουν τους όγκους του προσώπου. Παρόλο που τα μάτια είναι κατεστραμμένα, η μορφή αποπνέει σοβαρότητα και αυστηρότητα και μοιάζει να απευθύνεται αμείλικτα στον θεατή, τον οποίο και αποσκοπεί να συνετίσει και να παραδειγματίσει με τη στάση της. Οι τοιχογραφίες του δευτέρου στρώματος φιλοτεχνήθηκαν από συνεργείο ζωγράφων. Οι μορφές των συνθέσεων είναι κοντόχοντρες, με παχουλά χέρια που απολήγουν σε λεπτά δάχτυλα (ακρομεγαλία), τα οποία ορίζονται με καφετί περίγραμμα.

 Το πλάσιμο των προσώπων είναι μαλακό, με πλατιές πινελιές. Το ροδαλό χρώμα που κυριαρχεί στα μάγουλα διαδέχεται ο σκουρόχρωμος προπλασμός. Λευκά γραμμικά φώτα υπάρχουν στο μέτωπο, στην άκρη των ματιών, κατά μήκος της μύτης, στο σαγόνι, περιμετρικά των αυτιών. Τριγωνική σκιά παρατηρείται κάτω από τα μάτια, ενώ μία γραμμική σκιά χωρίζει την επιφάνεια του λαιμού σε δύο τμήματα, ακολουθώντας την ανατομία του. Η κόμη απολήγει σε σχηματοποιημένους βοστρύχους, τα περιγράμματα των οποίων αποδίδονται με καφέ χρώμα, όπως και της γενειάδας. Τα ίδια χαρακτηριστικά φέρουν οι άγιοι στα μετάλλια της καμάρας. Ορισμένες μορφές παρουσιάζουν σχεδιαστικές ατέλειες σε

λεπτομέρειες του σώματος. Παρατηρείται αδυναμία απόδοσης στα δάχτυλα των ποδιών του Χριστού και των χεριών της Παναγίας στη σκηνή της Σταύρωσης, στα δάχτυλα των προφητών που κρατούν ειλητάρια, στο δύσμορφο προφίλ του δήμιου στο μαρτύριο του αγίου Γεωργίου. Διαφοροποίηση παρουσιάζει η απεικόνιση της Πλατυτέρας, του πρωτομάρτυρα Στέφανου, του ολόσωμου αγίου Γεωργίου και των αγίων Δημητρίου, Θεοδώρου του Τήρωνος και Θεοδώρου του Στρατηλάτου που παριστάνονται σε προτομή στο νότιο τοίχο του κυρίως ναού. (εικ.21)

Εικ.21: νότιος τοίχος, άγιοι Δημήτριος, Θεόδωρος ο Τήρων και Θεόδωρος ο Στρατηλάτης σε προτομή

Στα στενόμακρα πρόσωπα, τα φρύδια είναι τοξωτά, τα καστανά μάτια αμυγδαλωτά, η μύτη μακριά, το στόμα μικρό. Εντύπωση προκαλούν οι κόκκινες κηλίδες στα φωτεινά μάγουλα, οι οποίες συναντώνται στις μορφές της Παλαιάς Μητρόπολης της Έδεσσας (β΄μισό 14ου αιώνα), καθώς και του Αγίου Ανδρέα του Ρουσούλη στην Καστοριά (γύρω στα 1430). Το περίγραμμα είναι γραμμικό στο τελείωμα του προσώπου και λευκού χρώματος στο αφτί, όπου διαχωρίζεται και ο λοβός. Η κόμη αποδίδεται σχηματοποιημένη και κοσμείται με μαργαριτοκόσμητη   τιάρα. Με μαργαριτάρια περιτρέχεται και ο μανδύας. Επίσης, ιδιαίτερη είναι η απόδοση των δύο ιεραρχών, Νικολάου και Αχιλλίου στον νότιο τοίχο, στο χώρο του ιερού(εικ.22). Πρόκειται για ψηλόλιγνες μορφές με έντονα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά. Το βλέμμα είναι εκφραστικό, οι ρυτίδες διαγράφονται έντονες στο μέτωπο και στα μάγουλα, όπου περικλείουν μία κόκκινη κηλίδα. Ο λαιμός προβάλλει κωδωνόσχημος κάτω από τη σχηματοποιημένη γενειάδα και την κόμη, που αποδίδονται με γκριζογάλανο χρώμα και μαύρο περίγραμμα. Τα ανασηκωμένα φρύδια προσδίδουν αυστηρότητα και ιερατικότητα στο ύφος τους. Η πτυχολογία των ενδυμάτων – ιδιαίτερα των ιεραρχών και των ολόσωμων μορφών – είναι βαριά, επίπεδη και άκαμπτη. Στα πρόσωπα των συνθέσεων γίνεται εμφανής μια προσπάθεια ανάδειξης πλαστικότητας και όγκων των σωμάτων. Όμως, το πλήθος παράλληλων πτυχώσεων, που δεν είναι σύμφωνες κάθεφοράμετονόγκοτουσώματος,καθώςκαιοιαπότομεςφωτοσκιάσεις,οδηγούνσε συμβατικά και στεγνά αποτελέσματα παραπέμποντας σε ανάλογα παραδείγματα των αρχών του 15ου αιώνα, όπως στην Παναγία Φανερωμένη Καστοριάς (περ.1400) και στην Παναγία Ελεούσα Μεγάλης Πρέσπας (1408/ 9).Το φυσικό και αρχιτεκτονικό τοπίο λειτουργεί ως μια συμβατική αναγκαιότητα και απουσιάζει κάθε ίχνος φυσιοκρατικής απόδοσης. Η τάση σχηματοποίησης είναι μερικές φορές τόσο έντονη, ώστε επάλληλες επιφάνειες, που διαχωρίζονται με βαθυκάστανα περιγράμματα, διαιρούν την επιφάνεια σε γεωμετρικά σχήματα και διαδοχικά επίπεδα, υποδηλώνοντας το ανώμαλο του εδάφους, όπως στις σκηνές της Γέννησης, της Βαϊοφόρου και του Λίθου. Αντίστοιχη απόδοση συναντούμε σε σκηνές στον Άγιο Νικόλαο της μοναχής Ευπραξίας στην Καστοριά και στους Αγίους Αναργύρους στα Σέρβια. Στη σκηνή της Υπαπαντής παρατηρούμε ότι ο εσωτερικός χώρος συγχέεται με τον εξωτερικό, στη Βαϊοφόρο η πόλη της Ιερουσαλήμ αποδίδεται με αντίστροφη προοπτική, ενώ στη σκηνή της Σταύρωσης γίνεται κάποια δειλή προσπάθεια για δημιουργία τρίτης διάστασης, αφού οι τετραγωνικές επάλξεις των τειχών της Ιερουσαλήμ φέρουν ίχνη σκίασης. Μια ρεαλιστική διάθεση φανερώνεται στην τάση για αποτύπωση των συναισθημάτων,  αλλά και στην απόδοση των σωμάτων, όπως διακρίνεται στον σκεφτικό Ιωσήφ της Γέννησης, στους φοβισμένους αποστόλους της Μεταμόρφωσης, στο   καμπτόμενο σώμα του Χριστού στη Σταύρωση με το θλιμμένο μαθητή του, στους ιεράρχες της Κοίμησης. Η νατουραλιστική απεικόνιση της στρατιωτικής εξάρτυσης των αγίων και η συνοπτική, διακοσμητικής διάθε-σης απόδοση στα ενδύματα – στο κάλυμμα του μελιζόμενου Χριστού, στο μανδύα του αγίου Γεωργίου, στον  ενδύτη και στο στρώμα της νεκρικής κλίνης της Παναγίας – είναι εμφανής, αλλά περιορισμένη. Πάντως, παρ’ όλες τις αδυναμίες και τις διαφορές στον τρόπο τεχνικής εκτέλεσης, οι ντόπιοι καλλιτέχνες συνεργάστηκαν αρμονικά στην εκτέλεση του συνόλου, αξιοποιώντας παράλληλα τις ιδιαιτερότητες του χώρου, ώστε να κληροδοτήσουν ένα εντοίχιο σύνολο που φανερώνει τις καλλιτεχνικές ανησυχίες τους.

Εικ.22: νότιος τοίχος, ιερό, ιεράρχες Νικόλαος και Αχίλλιος

Χρονολόγηση του δευτέρου στρώματος των τοιχογραφιών Βάσει των τεχνοτροπικών και των εικονογραφικών στοιχείων, προκύπτει καλλιτεχνική σχέση στη διαπραγμάτευση των προτύπων, καθώς και των μορφολογικών και διακοσμητικών λεπτομερειών με μνημεία που χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του15ου αιώνα. Συγκεκριμένα, παρατηρείται συνάφεια με το Καθολικό της μονής Κοίμησης Τορνικίου (1481/2), το Παλαιό Καθολικό του Μεγάλου Μετεώρου (1483), τους Αγίους Θεοδώρους Σερβίων (1497) και με το πρώτο στρώμα του ζωγραφικού διακόσμου της Αγίας Κυριακής Μαυρονόρους (τέλη15ουαιώνα). Έτσι, η ιστόρηση του δευτέρου στρώματος των τοιχογραφιών θα πρέπει να ενταχθεί στην ίδια χρονική περίοδο.

Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

 – Αχειμάστου-Ποταμιάνου Μ.,

    Εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών , Αθήνα 1998. – Βυζαντινό Μουσείο Βέροιας

    (επιμ. Αντώνιος Σ. Πέτκος, Φλώρα Γ. Καραγιάννη), Βέροια 2007.

– Δεληγιάννη-Δωρή Ε.,

    Παλαιολόγεια εικονογραφία. Ο «Σύνθετος» εικονογραφικός τύπος της Ανάστασης, Αντίφωνον. Αφιέρωμα στον καθηγητή Ν. Β. Δρανδάκη (συντον. έκδ. Β. Κατσαρός), Θεσσαλονίκη 1994, σ. 399-435

 – Ζουμπουλάκης Στ.,

    Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ως άγγελος. Οι θεολογικές προϋποθέσεις της φτερωτής απεικόνισής του,

    Αθήνα 1992.

– Καρακίτσιος Α., Το ασκηταριό του Οσίου Νικάνορα: η επιγραφή του 1793,

    Τα Γρεβενά, Ιστορία – Τέχνη – Πολιτισμός, Πρακτικά Συνεδρίου 2002,Θεσσαλονίκη – Γρεβενά2004, σ.123-   129.

– Κατσιώτη Α.,

 Οι σκηνές της ζωής και ο Εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη βυζαντινή τέχνη

, Αθήνα 1998.

– Κωνσταντινίδη Χ.,

   Ο Μελισμός. Οι συλλειτουργούντες ιεράρχες και οι άγγελοι-διάκονοι μπροστά στην Αγία Τράπεζα με τα τίμια δώρα ή τον ευχαριστιακό Χριστό, Θεσσαλονίκη 2008 [Κ.Β.Ε., Βυζαντινά Μνημεία, αρ. 14]

 – Μαυροπούλου Τσιούμη Χ.,

Οι τοιχογραφίες του ασκηταριού του οσίου Νικάνορα. Η σχέση τους με τον όσιο,Τα Γρεβενά, Ιστορία–Τέχνη–Πολιτισμός,ΠρακτικάΣυνεδρίου2002,Θεσσαλονίκη–Γρεβενά 2004, σ.130-134.

 – ΜπορμπουδάκηςΜ.,

Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου, Ευφρόσυνον. Αφιέρωμα στον Μανόλη Χατζηδάκη, τ. Α´, Αθήνα 1991 [Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου, αρ. 46],σ. 375-398.

 – Ξυγγόπουλος Α.,

 Τα μνημεία των Σερβίων, Αθήναι 1957. – Παϊσίδου Μ., Οιτοιχογραφίεςτου17ου αιώνα στους ναούς της Καστοριάς. Συμβολή στη μελέτη της μνημειακής ζωγραφικής της δυτικής Μακεδονίας,Αθήνα2002[

 Δημοσιεύματα Αρχαιολογικού Δελτίου, αρ. 80]. – Ιδίας, Παλαιότερη φάση των τοιχογραφιών της Αγίας Κυριακής Μαυρονόρους, Τα Γρεβενά, Ιστορία – Τέχνη – Πολιτισμός, Πρακτικά Συνεδρίου 2002, Θεσσαλονίκη – Γρεβενά 2004, σ.135-142.

– Παπαδοπούλου Β.,

 Η βυζαντινή Άρτα και τα μνημεία της, Αθήνα 2002. – Παπανικολάου Δ.,Εισαγωγή στην επιστήμη της Παλαιογραφίας, Θεσσαλονίκη 1990.

– Πελεκανίδης Σ.,

 Καστορία. Ι : Βυζαντιναί τοιχογραφίαι (Πίνακες), Θεσσαλονίκη 1953 [Ε.Μ.Σ., Μακεδονική Βιβλιοθήκη, αρ. 17]. – Ιδίου, Βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της Πρέσπας, Θεσσαλονίκη 1960 [Ι.Μ.Χ.Α. αρ. 35].

 – Σοφιανός Δ. – Δεριζιώτης Λ.,

 H Iερά Mονή της Yπαπαντής των Mετεώρων. Δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Προσκυνητάριο – Iστορία και Tέχνη, Αθήνα 2011.

– Τσελέντη-Παπαδοπούλου Ν.,

Οι Εικόνες της Ελληνικής Αδελφότητας της Βενετίας από το16ο ως το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, Αθήνα 2002.

– Τσιάπαλη Μ.,

 Η εντοίχια ζωγραφική του 17 ου αιώνα σε ναούς του νομού Άρτας, Ιωάννινα 2003. – Ιδίας,

Ο ζωγραφικός διάκοσμος της Σκήτης του οσίου Νικάνορα στη Ζάβορδα Ν. Γρεβενών: Το πρώτο στρώμα,

 Βελλά Επιστημονική Επετηρίδα, τ. ΣΤ΄(2011), σ.567-580. – Ιδίας,

H επίδραση του «καστοριανού εργαστηρίου» σε μνημεία της περιοχής Γρεβενών και Κοζάνης,35ο

 Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης (Αθήνα, 23-26 Απριλίου 2015).

 Πρόγραμμα και περιλήψεις εισηγήσεων και ανακοινώσεων , σ.119-120.

– Τσιγαρίδας Ε.,

Οι τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Μηνά Βελβεντού, Μακεδονικά 29 (1993-4),σ.16-28. – Ιδίου,

Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων σε ναούς της Μακεδονίας,Θεσσαλονίκη1999.

– Τσιτουρίδου Α.,

 Ο ζωγραφικός διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη. Συμβολή στη μελέτη της παλαιολόγειας ζωγραφικής κατά τον πρώιμο 14ο αιώνα, Θεσσαλονίκη 1986 [Κ.Β.Ε., Βυζαντινά Μνημεία, αρ. 6].

– ΧατζηδάκηςΜ.,

Εικόνες της Πάτμου. Ζητήματα βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής Αθήνα1977.

– Borboudakis Μ.-Gallas K.-Wessel K., Byzannisches Kreta, München 1983.

– Garidis M.,

La peinture murale dans le monde orthodoxe après la chute de Byzance (1450-1600) et dans les pays sous dominaon etrangère, Athènes 1989.

– Georgitsoyanni E., ,

 Les peintures murales du vieux catholicon du monastère de la Transfiguraonaux Météores (1483)

, Athènes 1992 [Ε.Κ.Π.Α., Βιβλιοθήκη Σοφίας Σαριπόλου, αρ. 92].

– GrabarA.,,

La peinture religieuse en Bulgarie (Texte-Album),Paris1928[Orientet Byzance,αρ.1]

.– Hadermann-Misguich L.,

 Kurbinovo. Les fresques de Saint-Georges et la peinture byzanne du XIIesiècle, τ. Ι-ΙΙ (planches), Bruxelles 1975 [Bibliothèque de Byzanon, αρ. 6].

– Kreidl-Papadopoulos K., DieIkonenim Kunsthistorischen Museumin Wien,

 Jahrbuch der Kunsthis-torischen Sammlungen in Wien 66 (n.S. 30) (1970), σ. 49-153.

 – Lazarev V.,

 Storia della piura bizanna, Τορίνο 1967. – MilletG.,

Recherches sur l’iconographie de l’Évangile aux XIVe, XVe et XVIe siècles d’après les monuments de Mistra, de la Macédoine et du Mont-Athos, Paris 1916. Ανατύπωση 1960. – Ιδίου,

 Monuments de l’Athos, τ. I: Les peintures (Album), Paris 1927.

– N. Moutsopoulos,

La morphologie des iscripons byzannes et postbyzannes de Grèce, Thessaloniki 1975. – Spatharakis I.,

 Dated Byzanne Wall Painngs of Crete, Leiden 2001

– Suboć G.,  L’église des Saints Constann et Hélène à Ohrid , Βελιγράδι 1971

Back to top